εὐγενεστέρα

εὐγενεστέρα
εὐγενεστέρᾱ , εὐγενής
well-born
fem nom/voc/acc comp dual
εὐγενεστέρᾱ , εὐγενής
well-born
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐγενεστέρᾳ — εὐγενεστέρᾱͅ , εὐγενής well born fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενέστερα — εὐγενής well born neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενεστέρας — εὐγενεστέρᾱς , εὐγενής well born fem acc comp pl εὐγενεστέρᾱς , εὐγενής well born fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενεστέραν — εὐγενεστέρᾱν , εὐγενής well born fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • Τόρβαλντσεν, Μπέρτελ — Thorvaldsen, Κοπεγχάγη 1768 – 1844). Δανός γλύπτης. Διδάχτηκε την τέχνη από τον πατέρα του, που ήταν ξυλογλύπτης, και κατόπιν από τον Άμπιλντγκορ και τον ντα Κάρτενς, περίφημο Δανό ζωγράφο και οπαδό του Βίνκελμαν. Το 1796, γνωστός στην πατρίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”